Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μιαιφονία
μιαιφόνος
μίανσις
μιαντός
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μιαρότης
μιαροφαγέω
μίασμα
μιασμός
μιάστωρ
μίγα
μιγάζομαι
μιγάς
μίγδα
μίγδαν
μῖγμα
μίγμα
μιγματοπώλης
Μίδας
View word page
μιασμός
scandal, crime
ShortDef
scandal, crime
Debugging
Headword:
μιασμός
Headword (normalized):
μιασμός
Headword (normalized/stripped):
μιασμος
IDX:
56948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56949
Key:
Data
{'content': 'scandal, crime'}