Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μιαιγαμία
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαιφόνος
μίανσις
μιαντός
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μιαρότης
μιαροφαγέω
μίασμα
μιασμός
μιάστωρ
μίγα
μιγάζομαι
μιγάς
μίγδα
μίγδαν
μῖγμα
View word page
μιαρότης
foulness
ShortDef
foulness
Debugging
Headword:
μιαρότης
Headword (normalized):
μιαρότης
Headword (normalized/stripped):
μιαροτης
IDX:
56945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56946
Key:
Data
{'content': 'foulness'}