Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μῄων
μιαιγαμία
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαιφόνος
μίανσις
μιαντός
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μιαρότης
μιαροφαγέω
μίασμα
μιασμός
μιάστωρ
μίγα
μιγάζομαι
μιγάς
μίγδα
μίγδαν
View word page
μιαρός
stained

ShortDef

stained

Debugging

Headword:
μιαρός
Headword (normalized):
μιαρός
Headword (normalized/stripped):
μιαρος
IDX:
56944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56945
Key:

Data

{'content': 'stained'}