Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μῆχος
Μῄων
μιαιγαμία
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαιφόνος
μίανσις
μιαντός
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μιαρότης
μιαροφαγέω
μίασμα
μιασμός
μιάστωρ
μίγα
μιγάζομαι
μιγάς
μίγδα
View word page
μιαρόγλωσσος
foul-tongued
ShortDef
foul-tongued
Debugging
Headword:
μιαρόγλωσσος
Headword (normalized):
μιαρόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
μιαρογλωσσος
IDX:
56943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56944
Key:
Data
{'content': 'foul-tongued'}