Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανοστάσιον
μηχανοσφαιροποιΐα
μηχανοφόρος
μηχάνωμα
μῆχος
Μῄων
μιαιγαμία
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαιφόνος
μίανσις
μιαντός
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μιαρότης
μιαροφαγέω
μίασμα
View word page
μιαιφονέω
to be or become blood-stained, to murder

ShortDef

to be or become blood-stained, to murder

Debugging

Headword:
μιαιφονέω
Headword (normalized):
μιαιφονέω
Headword (normalized/stripped):
μιαιφονεω
IDX:
56937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56938
Key:

Data

{'content': 'to be or become blood-stained, to murder'}