Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
μηχανοποιέω
μηχανοποίημα
μηχανοποιΐα
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανοστάσιον
μηχανοσφαιροποιΐα
μηχανοφόρος
μηχάνωμα
μῆχος
Μῄων
μιαιγαμία
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
View word page
μηχανορράφος
scheming
ShortDef
scheming
Debugging
Headword:
μηχανορράφος
Headword (normalized):
μηχανορράφος
Headword (normalized/stripped):
μηχανορραφος
IDX:
56928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56929
Key:
Data
{'content': 'scheming'}