Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μηχανητός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
μηχανοποιέω
μηχανοποίημα
μηχανοποιΐα
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανοστάσιον
μηχανοσφαιροποιΐα
μηχανοφόρος
μηχάνωμα
μῆχος
Μῄων
μιαιγαμία
μιαίνω
View word page
μηχανοποιός
an engineer, maker of war-engines
ShortDef
an engineer, maker of war-engines
Debugging
Headword:
μηχανοποιός
Headword (normalized):
μηχανοποιός
Headword (normalized/stripped):
μηχανοποιος
IDX:
56926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56927
Key:
Data
{'content': 'an engineer, maker of war-engines'}