Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
μηχανοποιέω
μηχανοποίημα
μηχανοποιΐα
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανοστάσιον
μηχανοσφαιροποιΐα
μηχανοφόρος
μηχάνωμα
μῆχος
View word page
μηχανοποιέω
use machines

ShortDef

use machines

Debugging

Headword:
μηχανοποιέω
Headword (normalized):
μηχανοποιέω
Headword (normalized/stripped):
μηχανοποιεω
IDX:
56923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56924
Key:

Data

{'content': 'use machines'}