Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
μηχανοποιέω
μηχανοποίημα
μηχανοποιΐα
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανοστάσιον
μηχανοσφαιροποιΐα
μηχανοφόρος
View word page
μηχανόεις
ingenious

ShortDef

ingenious

Debugging

Headword:
μηχανόεις
Headword (normalized):
μηχανόεις
Headword (normalized/stripped):
μηχανοεις
IDX:
56921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56922
Key:

Data

{'content': 'ingenious'}