Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
μηχανοποιέω
μηχανοποίημα
μηχανοποιΐα
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανοστάσιον
μηχανοσφαιροποιΐα
View word page
μηχανοδίφης
inventing artifices

ShortDef

inventing artifices

Debugging

Headword:
μηχανοδίφης
Headword (normalized):
μηχανοδίφης
Headword (normalized/stripped):
μηχανοδιφης
IDX:
56920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56921
Key:

Data

{'content': 'inventing artifices'}