Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μηχανάω
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
μηχανοποιέω
μηχανοποίημα
μηχανοποιΐα
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
View word page
μηχανικός
full of resources, inventive, ingenious, clever
ShortDef
full of resources, inventive, ingenious, clever
Debugging
Headword:
μηχανικός
Headword (normalized):
μηχανικός
Headword (normalized/stripped):
μηχανικος
IDX:
56917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56918
Key:
Data
{'content': 'full of resources, inventive, ingenious, clever'}