Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μηχανάριος
μηχανάω
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
μηχανοποιέω
μηχανοποίημα
μηχανοποιΐα
μηχανοποιός
View word page
μηχανητός
contrived by art
ShortDef
contrived by art
Debugging
Headword:
μηχανητός
Headword (normalized):
μηχανητός
Headword (normalized/stripped):
μηχανητος
IDX:
56916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56917
Key:
Data
{'content': 'contrived by art'}