Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηχανάομαι
μηχανάριος
μηχανάω
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
μηχανοποιέω
μηχανοποίημα
μηχανοποιΐα
View word page
μηχανητικός
resourceful

ShortDef

resourceful

Debugging

Headword:
μηχανητικός
Headword (normalized):
μηχανητικός
Headword (normalized/stripped):
μηχανητικος
IDX:
56915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56916
Key:

Data

{'content': 'resourceful'}