Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μήτρως
μητρῳσμός
μηχανάομαι
μηχανάριος
μηχανάω
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
μηχανοποιέω
View word page
μηχανητέος
one must contrive

ShortDef

one must contrive

Debugging

Headword:
μηχανητέος
Headword (normalized):
μηχανητέος
Headword (normalized/stripped):
μηχανητεος
IDX:
56913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56914
Key:

Data

{'content': 'one must contrive'}