Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μητρῷος
μήτρως
μητρῳσμός
μηχανάομαι
μηχανάριος
μηχανάω
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
View word page
μηχανητέον
one must contrive

ShortDef

one must contrive

Debugging

Headword:
μηχανητέον
Headword (normalized):
μηχανητέον
Headword (normalized/stripped):
μηχανητεον
IDX:
56912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56913
Key:

Data

{'content': 'one must contrive'}