Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μητρωνυμικός
Μητρῷον
μητρῷος
μήτρως
μητρῳσμός
μηχανάομαι
μηχανάριος
μηχανάω
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
View word page
μηχάνημα
an engine

ShortDef

an engine

Debugging

Headword:
μηχάνημα
Headword (normalized):
μηχάνημα
Headword (normalized/stripped):
μηχανημα
IDX:
56910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56911
Key:

Data

{'content': 'an engine'}