Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μητρῴζω
μητρωνυμικός
Μητρῷον
μητρῷος
μήτρως
μητρῳσμός
μηχανάομαι
μηχανάριος
μηχανάω
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανογράφος
View word page
μηχανή
an instrument, machine

ShortDef

an instrument, machine

Debugging

Headword:
μηχανή
Headword (normalized):
μηχανή
Headword (normalized/stripped):
μηχανη
IDX:
56909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56910
Key:

Data

{'content': 'an instrument, machine'}