Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητρυιώδης
μητρῴζω
μητρωνυμικός
Μητρῷον
μητρῷος
μήτρως
μητρῳσμός
μηχανάομαι
μηχανάριος
μηχανάω
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανιώτης
View word page
μηχανεύς
contriver
ShortDef
contriver
Debugging
Headword:
μηχανεύς
Headword (normalized):
μηχανεύς
Headword (normalized/stripped):
μηχανευς
IDX:
56908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56909
Key:
Data
{'content': 'contriver'}