Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητρυιός
μητρυιώδης
μητρῴζω
μητρωνυμικός
Μητρῷον
μητρῷος
μήτρως
μητρῳσμός
μηχανάομαι
μηχανάριος
μηχανάω
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
View word page
μηχανάω
contrive, set at work, perpetrate
ShortDef
contrive, set at work, perpetrate
Debugging
Headword:
μηχανάω
Headword (normalized):
μηχανάω
Headword (normalized/stripped):
μηχαναω
IDX:
56907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56908
Key:
Data
{'content': 'contrive, set at work, perpetrate'}