Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητρυιογάμος
μητρυιός
μητρυιώδης
μητρῴζω
μητρωνυμικός
Μητρῷον
μητρῷος
μήτρως
μητρῳσμός
μηχανάομαι
μηχανάριος
μηχανάω
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
View word page
μηχανάριος
engineer
ShortDef
engineer
Debugging
Headword:
μηχανάριος
Headword (normalized):
μηχανάριος
Headword (normalized/stripped):
μηχαναριος
IDX:
56906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56907
Key:
Data
{'content': 'engineer'}