Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μητρυιή
μητρυιογάμος
μητρυιός
μητρυιώδης
μητρῴζω
μητρωνυμικός
Μητρῷον
μητρῷος
μήτρως
μητρῳσμός
μηχανάομαι
μηχανάριος
μηχανάω
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
μηχανητής
μηχανητικός
View word page
μηχανάομαι
to prepare, make ready

ShortDef

to prepare, make ready

Debugging

Headword:
μηχανάομαι
Headword (normalized):
μηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
μηχαναομαι
IDX:
56905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56906
Key:

Data

{'content': 'to prepare, make ready'}