Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητρυιά
μητρυιάζω
μητρυιή
μητρυιογάμος
μητρυιός
μητρυιώδης
μητρῴζω
μητρωνυμικός
Μητρῷον
μητρῷος
μήτρως
μητρῳσμός
μηχανάομαι
μηχανάριος
μηχανάω
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητέος
View word page
μήτρως
a maternal uncle
ShortDef
a maternal uncle
Debugging
Headword:
μήτρως
Headword (normalized):
μήτρως
Headword (normalized/stripped):
μητρως
IDX:
56903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56904
Key:
Data
{'content': 'a maternal uncle'}