Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητροφόντης
μητρυιά
μητρυιάζω
μητρυιή
μητρυιογάμος
μητρυιός
μητρυιώδης
μητρῴζω
μητρωνυμικός
Μητρῷον
μητρῷος
μήτρως
μητρῳσμός
μηχανάομαι
μηχανάριος
μηχανάω
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
View word page
μητρῷος
of a mother, a mother's, maternal
ShortDef
of a mother, a mother's, maternal
Debugging
Headword:
μητρῷος
Headword (normalized):
μητρῷος
Headword (normalized/stripped):
μητρωος
IDX:
56902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56903
Key:
Data
{'content': "of a mother, a mother's, maternal"}