Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναθερίζω
ἀναθερμαίνω
ἀναθέρμανσις
ἀνάθεσις
ἀναθετέον
ἀναθετέος
ἀναθέω
ἀναθεωρέω
ἀναθεώρησις
ἀναθηλάζω
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθηματικός
ἀναθλάω
ἀναθλίβω
ἀνάθλιψις
ἄναθλος
ἀναθολόω
ἀναθόλωσις
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
View word page
ἀναθηλέω
to sprout afresh
ShortDef
to sprout afresh
Debugging
Headword:
ἀναθηλέω
Headword (normalized):
ἀναθηλέω
Headword (normalized/stripped):
αναθηλεω
IDX:
5689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5690
Key:
Data
{'content': 'to sprout afresh'}