Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητροπολιτικός
μητροπόλος
μητρορραίστης
μητρόρριπτος
μητροφθόρος
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιά
μητρυιάζω
μητρυιή
μητρυιογάμος
μητρυιός
μητρυιώδης
μητρῴζω
μητρωνυμικός
Μητρῷον
μητρῷος
μήτρως
μητρῳσμός
μηχανάομαι
μηχανάριος
View word page
μητρυιογάμος
one who marries his stepmother
ShortDef
one who marries his stepmother
Debugging
Headword:
μητρυιογάμος
Headword (normalized):
μητρυιογάμος
Headword (normalized/stripped):
μητρυιογαμος
IDX:
56896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56897
Key:
Data
{'content': 'one who marries his stepmother'}