Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητρόπολις
μητροπολίτης
μητροπολιτικός
μητροπόλος
μητρορραίστης
μητρόρριπτος
μητροφθόρος
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιά
μητρυιάζω
μητρυιή
μητρυιογάμος
μητρυιός
μητρυιώδης
μητρῴζω
μητρωνυμικός
Μητρῷον
μητρῷος
μήτρως
μητρῳσμός
View word page
μητρυιάζω
to be a stepmother, act as one
ShortDef
to be a stepmother, act as one
Debugging
Headword:
μητρυιάζω
Headword (normalized):
μητρυιάζω
Headword (normalized/stripped):
μητρυιαζω
IDX:
56894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56895
Key:
Data
{'content': 'to be a stepmother, act as one'}