Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητρομιξία
μητρόξενος
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροπολίτης
μητροπολιτικός
μητροπόλος
μητρορραίστης
μητρόρριπτος
μητροφθόρος
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιά
μητρυιάζω
μητρυιή
μητρυιογάμος
μητρυιός
μητρυιώδης
μητρῴζω
μητρωνυμικός
Μητρῷον
View word page
μητροφόνος
murdering one's mother, matricidal
ShortDef
murdering one's mother, matricidal
Debugging
Headword:
μητροφόνος
Headword (normalized):
μητροφόνος
Headword (normalized/stripped):
μητροφονος
IDX:
56891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56892
Key:
Data
{'content': "murdering one's mother, matricidal"}