Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητροκωμία
μητρόληπτος
μητρομανία
μητρομήτωρ
μητρομιξία
μητρόξενος
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροπολίτης
μητροπολιτικός
μητροπόλος
μητρορραίστης
μητρόρριπτος
μητροφθόρος
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιά
μητρυιάζω
μητρυιή
μητρυιογάμος
μητρυιός
View word page
μητροπόλος
tending mothers
ShortDef
tending mothers
Debugging
Headword:
μητροπόλος
Headword (normalized):
μητροπόλος
Headword (normalized/stripped):
μητροπολος
IDX:
56887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56888
Key:
Data
{'content': 'tending mothers'}