Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκοίτης
μητροκολωνεία
μητροκτονέω
μητροκτονία
μητροκτόνος
μητροκωμία
μητρόληπτος
μητρομανία
μητρομήτωρ
μητρομιξία
μητρόξενος
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροπολίτης
μητροπολιτικός
μητροπόλος
μητρορραίστης
μητρόρριπτος
μητροφθόρος
View word page
μητρομήτωρ
mother's mother, grandmother
ShortDef
mother's mother, grandmother
Debugging
Headword:
μητρομήτωρ
Headword (normalized):
μητρομήτωρ
Headword (normalized/stripped):
μητρομητωρ
IDX:
56880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56881
Key:
Data
{'content': "mother's mother, grandmother"}