Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητρόδοκος
Μητρόδωρος
μητροήθης
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκοίτης
μητροκολωνεία
μητροκτονέω
μητροκτονία
μητροκτόνος
μητροκωμία
μητρόληπτος
μητρομανία
μητρομήτωρ
μητρομιξία
μητρόξενος
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροπολίτης
μητροπολιτικός
μητροπόλος
View word page
μητροκωμία
mother-village, the chief village of a district
ShortDef
mother-village, the chief village of a district
Debugging
Headword:
μητροκωμία
Headword (normalized):
μητροκωμία
Headword (normalized/stripped):
μητροκωμια
IDX:
56877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56878
Key:
Data
{'content': 'mother-village, the chief village of a district'}