Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
μητρίς
Μητρογαθής
μητρογαμία
μητρογάμος
μητροδίδακτος
μητρόδοκος
Μητρόδωρος
μητροήθης
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκοίτης
μητροκολωνεία
μητροκτονέω
μητροκτονία
μητροκτόνος
μητροκωμία
μητρόληπτος
μητρομανία
View word page
μητροήθης
with a mother's mind

ShortDef

with a mother's mind

Debugging

Headword:
μητροήθης
Headword (normalized):
μητροήθης
Headword (normalized/stripped):
μητροηθης
IDX:
56869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56870
Key:

Data

{'content': "with a mother's mind"}