Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μητρεγχύτης
μήτρια
μητριάζω
μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
μητρίς
Μητρογαθής
μητρογαμία
μητρογάμος
μητροδίδακτος
μητρόδοκος
Μητρόδωρος
μητροήθης
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκοίτης
μητροκολωνεία
μητροκτονέω
μητροκτονία
μητροκτόνος
View word page
μητροδίδακτος
taught by one's mother

ShortDef

taught by one's mother

Debugging

Headword:
μητροδίδακτος
Headword (normalized):
μητροδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
μητροδιδακτος
IDX:
56866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56867
Key:

Data

{'content': "taught by one's mother"}