Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητράριον
μητρεγχύτης
μήτρια
μητριάζω
μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
μητρίς
Μητρογαθής
μητρογαμία
μητρογάμος
μητροδίδακτος
μητρόδοκος
Μητρόδωρος
μητροήθης
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκοίτης
μητροκολωνεία
μητροκτονέω
μητροκτονία
View word page
μητρογάμος
one guilty of such incest
ShortDef
one guilty of such incest
Debugging
Headword:
μητρογάμος
Headword (normalized):
μητρογάμος
Headword (normalized/stripped):
μητρογαμος
IDX:
56865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56866
Key:
Data
{'content': 'one guilty of such incest'}