Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μητρανοίκτης
μητράριον
μητρεγχύτης
μήτρια
μητριάζω
μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
μητρίς
Μητρογαθής
μητρογαμία
μητρογάμος
μητροδίδακτος
μητρόδοκος
Μητρόδωρος
μητροήθης
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκοίτης
μητροκολωνεία
μητροκτονέω
View word page
μητρογαμία
incest with one's mother

ShortDef

incest with one's mother

Debugging

Headword:
μητρογαμία
Headword (normalized):
μητρογαμία
Headword (normalized/stripped):
μητρογαμια
IDX:
56864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56865
Key:

Data

{'content': "incest with one's mother"}