Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μητράζω
μητραλοίας
μητρανοίκτης
μητράριον
μητρεγχύτης
μήτρια
μητριάζω
μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
μητρίς
Μητρογαθής
μητρογαμία
μητρογάμος
μητροδίδακτος
μητρόδοκος
Μητρόδωρος
μητροήθης
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκοίτης
View word page
μητρίς
oneʼs mother country

ShortDef

oneʼs mother country

Debugging

Headword:
μητρίς
Headword (normalized):
μητρίς
Headword (normalized/stripped):
μητρις
IDX:
56862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56863
Key:

Data

{'content': 'oneʼs mother country'}