Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητράδελφος
μητράζω
μητραλοίας
μητρανοίκτης
μητράριον
μητρεγχύτης
μήτρια
μητριάζω
μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
μητρίς
Μητρογαθής
μητρογαμία
μητρογάμος
μητροδίδακτος
μητρόδοκος
Μητρόδωρος
μητροήθης
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
View word page
μητρικός
of a mother
ShortDef
of a mother
Debugging
Headword:
μητρικός
Headword (normalized):
μητρικός
Headword (normalized/stripped):
μητρικος
IDX:
56861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56862
Key:
Data
{'content': 'of a mother'}