Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητραγυρτέω
μητραγύρτης
μητράδελφος
μητράζω
μητραλοίας
μητρανοίκτης
μητράριον
μητρεγχύτης
μήτρια
μητριάζω
μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
μητρίς
Μητρογαθής
μητρογαμία
μητρογάμος
μητροδίδακτος
μητρόδοκος
Μητρόδωρος
μητροήθης
View word page
μητρίδιος
having a μήτρα, hence: fruitful, filled with seed
ShortDef
having a μήτρα, hence: fruitful, filled with seed
Debugging
Headword:
μητρίδιος
Headword (normalized):
μητρίδιος
Headword (normalized/stripped):
μητριδιος
IDX:
56859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56860
Key:
Data
{'content': 'having a μήτρα, hence: fruitful, filled with seed'}