Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μήτρα
μήτρα2
μητραγυρτέω
μητραγύρτης
μητράδελφος
μητράζω
μητραλοίας
μητρανοίκτης
μητράριον
μητρεγχύτης
μήτρια
μητριάζω
μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
μητρίς
Μητρογαθής
μητρογαμία
μητρογάμος
μητροδίδακτος
μητρόδοκος
View word page
μήτρια
materna

ShortDef

materna

Debugging

Headword:
μήτρια
Headword (normalized):
μήτρια
Headword (normalized/stripped):
μητρια
IDX:
56857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56858
Key:

Data

{'content': 'materna'}