Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μήτοι
μήτρα
μήτρα2
μητραγυρτέω
μητραγύρτης
μητράδελφος
μητράζω
μητραλοίας
μητρανοίκτης
μητράριον
μητρεγχύτης
μήτρια
μητριάζω
μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
μητρίς
Μητρογαθής
μητρογαμία
μητρογάμος
μητροδίδακτος
View word page
μητρεγχύτης
syringe for injections into the womb
ShortDef
syringe for injections into the womb
Debugging
Headword:
μητρεγχύτης
Headword (normalized):
μητρεγχύτης
Headword (normalized/stripped):
μητρεγχυτης
IDX:
56856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56857
Key:
Data
{'content': 'syringe for injections into the womb'}