Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μήτρα
μήτρα2
μητραγυρτέω
μητραγύρτης
μητράδελφος
μητράζω
μητραλοίας
μητρανοίκτης
μητράριον
μητρεγχύτης
μήτρια
μητριάζω
μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
μητρίς
Μητρογαθής
View word page
μητραλοίας
striking one's mother, a matricide
ShortDef
striking one's mother, a matricide
Debugging
Headword:
μητραλοίας
Headword (normalized):
μητραλοίας
Headword (normalized/stripped):
μητραλοιας
IDX:
56853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56854
Key:
Data
{'content': "striking one's mother, a matricide"}