Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μήτρα
μήτρα2
μητραγυρτέω
μητραγύρτης
μητράδελφος
μητράζω
μητραλοίας
μητρανοίκτης
μητράριον
μητρεγχύτης
μήτρια
μητριάζω
μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
View word page
μητράδελφος
a mother's brother

ShortDef

a mother's brother

Debugging

Headword:
μητράδελφος
Headword (normalized):
μητράδελφος
Headword (normalized/stripped):
μητραδελφος
IDX:
56851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56852
Key:

Data

{'content': "a mother's brother"}