Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάθεμα
ἀναθεματίζω
ἀναθεματικός
ἀναθεματισμός
ἀναθεραπεύω
ἀναθερίζω
ἀναθερμαίνω
ἀναθέρμανσις
ἀνάθεσις
ἀναθετέον
ἀναθετέος
ἀναθέω
ἀναθεωρέω
ἀναθεώρησις
ἀναθηλάζω
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθηματικός
ἀναθλάω
ἀναθλίβω
ἀνάθλιψις
View word page
ἀναθετέος
one must attribute

ShortDef

one must attribute

Debugging

Headword:
ἀναθετέος
Headword (normalized):
ἀναθετέος
Headword (normalized/stripped):
αναθετεος
IDX:
5684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5685
Key:

Data

{'content': 'one must attribute'}