Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μήρυξ
μηρύομαι
μήστωρ
Μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μήτρα
μήτρα2
μητραγυρτέω
μητραγύρτης
μητράδελφος
μητράζω
μητραλοίας
μητρανοίκτης
View word page
μῆτις
wisdom, counsel, cunning, craft

ShortDef

wisdom, counsel, cunning, craft

Debugging

Headword:
μῆτις
Headword (normalized):
μῆτις
Headword (normalized/stripped):
μητις
IDX:
56844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56845
Key:

Data

{'content': 'wisdom, counsel, cunning, craft'}