Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μηρυκισμός
μήρυμα
μήρυξ
μηρύομαι
μήστωρ
Μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μήτρα
μήτρα2
μητραγυρτέω
μητραγύρτης
μητράδελφος
μητράζω
View word page
μητιόεις
wise in counsel
ShortDef
wise in counsel
Debugging
Headword:
μητιόεις
Headword (normalized):
μητιόεις
Headword (normalized/stripped):
μητιοεις
IDX:
56842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56843
Key:
Data
{'content': 'wise in counsel'}