Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μηρυκάζω
μηρυκισμός
μήρυμα
μήρυξ
μηρύομαι
μήστωρ
Μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μήτρα
μήτρα2
μητραγυρτέω
μητραγύρτης
μητράδελφος
View word page
μητίετα
a counsellor
ShortDef
a counsellor
Debugging
Headword:
μητίετα
Headword (normalized):
μητίετα
Headword (normalized/stripped):
μητιετα
IDX:
56841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56842
Key:
Data
{'content': 'a counsellor'}