Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηροτυπής
μηρυκάζω
μηρυκισμός
μήρυμα
μήρυξ
μηρύομαι
μήστωρ
Μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μήτρα
μήτρα2
μητραγυρτέω
μητραγύρτης
View word page
μητιάω
to meditate, deliberate, debate

ShortDef

to meditate, deliberate, debate

Debugging

Headword:
μητιάω
Headword (normalized):
μητιάω
Headword (normalized/stripped):
μητιαω
IDX:
56840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56841
Key:

Data

{'content': 'to meditate, deliberate, debate'}