Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μηροτραφής
μηροτυπής
μηρυκάζω
μηρυκισμός
μήρυμα
μήρυξ
μηρύομαι
μήστωρ
Μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μήτρα
μήτρα2
μητραγυρτέω
View word page
μήτηρ
a mother
ShortDef
a mother
Debugging
Headword:
μήτηρ
Headword (normalized):
μήτηρ
Headword (normalized/stripped):
μητηρ
IDX:
56839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56840
Key:
Data
{'content': 'a mother'}