Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηροκαυτέω
μηροκήλη
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
μηρυκάζω
μηρυκισμός
μήρυμα
μήρυξ
μηρύομαι
μήστωρ
Μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
View word page
μήστωρ
an adviser, counsellor

ShortDef

an adviser, counsellor
Mestor

Debugging

Headword:
μήστωρ
Headword (normalized):
μήστωρ
Headword (normalized/stripped):
μηστωρ
IDX:
56836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56837
Key:

Data

{'content': 'an adviser, counsellor'}