Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μηριόνης
μηροκαυτέω
μηροκήλη
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
μηρυκάζω
μηρυκισμός
μήρυμα
μήρυξ
μηρύομαι
μήστωρ
Μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
View word page
μηρύομαι
to draw up, furl

ShortDef

to draw up, furl

Debugging

Headword:
μηρύομαι
Headword (normalized):
μηρύομαι
Headword (normalized/stripped):
μηρυομαι
IDX:
56835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56836
Key:

Data

{'content': 'to draw up, furl'}