Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μήρινθος
μηρίον
Μηριόνης
μηροκαυτέω
μηροκήλη
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
μηρυκάζω
μηρυκισμός
μήρυμα
μήρυξ
μηρύομαι
μήστωρ
Μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
View word page
μήρυμα
that which is drawn out: strand
ShortDef
that which is drawn out: strand
Debugging
Headword:
μήρυμα
Headword (normalized):
μήρυμα
Headword (normalized/stripped):
μηρυμα
IDX:
56833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56834
Key:
Data
{'content': 'that which is drawn out: strand'}